- τραγῳδοί
- τραγῳδόςmember of the tragic chorusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THARGELIA — festus dies apud Athenienses Apollini et Dianae sacer, a quo mensis Aprilis denominatus est. Gyraldus, l. de an. et mensibus. Suid. θαργήλια, ἑορτὴ Α᾿πόλλωνος καὶ Α᾿ρτέμιδος. Iuxta Etymologum ab omnibus Terrae fructibus nuncupatum est. Colebatur… … Hofmann J. Lexicon universale
BACCHI Theatrum — cuius mentio in L. memorata Demostheni in Midiana, Ο῞τμν ἡ πομπἡ τῷ Διονύσῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ ὁι Κωμῳδοὶ καὶ ἐπὶ Ληναίῳ πομπὴ καὶ ὁι Τραγῳδὸι καὶ ὁι Κωμῳδοι καὶ τοῖς ἐν ἄςτει Διονυσίοις ἡ πομπὴ καὶ ὁι παῖδες καὶ ὁ Κῶμος καὶ ὁι Κωμῳδὸι καὶ ὁι… … Hofmann J. Lexicon universale
ДИОНИС — • Dionysus, Διόνυσος, Διώνυσος, Βάκχος, Bacchus, Liber, Вакх, сын Зевса и Семелы (Ноm. Il. 14, 325), бог вина и виноделия, посредством вина веселящий сердце человека (χάρμα βροτοι̃σιν) и прогоняющий заботы и страдания (Λυαι̃ος,… … Реальный словарь классических древностей
CANTARE in Scena — proprium Tragoedorum, ut saltare Histrionum, fuit; et proin cantare sabulam dicebatur Tragoedus, eandem saltare histrio. Sueton. in Calig. c. 54. Sed et aliorum generum artes studiosissime et diversissimas exercuit. Thrax et auriga idem: cantor… … Hofmann J. Lexicon universale
πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά … Dictionary of Greek
τραγωδός — ο, η / τραγῳδός, ὁ, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τραγαFυδός Α 1. ποιητής τραγωδιών 2. ερμηνευτής, ηθοποιός τραγωδίας αρχ. 1. ποιητής τραγωδιών και αοιδός ταυτόχρονα 2. τραγικός ποιητής ο οποίος έπαιρνε μέρος ως υποκριτής στις παραστάσεις τών τραγωδιών του… … Dictionary of Greek
δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… … Dictionary of Greek
Φρύνιχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος τραγικός ποιητής, σύγχρονος αλλά πρεσβύτερος του Αισχύλου· κέρδισε την πρώτη του δραματική νίκη στα Διονύσια της 67ης Ολυμπιάδας (511 508 π.Χ.). Γνωρίζουμε 10 ή 11 τίτλους τραγωδιών του, μεταξύ των οποίων… … Dictionary of Greek